- κόρημα
- το (Α κόρημα, -ήματος) [κορέω (ΙΙ)]νεοελλ.φρ. «πλευρικά κορήματα»γεωλ. πετρώδη θραύσματα και γεώδη υλικά που αποτελούν προϊόντα τής μηχανικής αποσάθρωσης απότομων πρανών και κλιτύωναρχ.1. καθετί που απορρίπτεται με το σάρωμα, απόρριμμα, σκουπίδι2. σάρωθρο, σκούπα, κόρηθρον («τουτὶ λαβὼν κόρημα τὴν αὐλὴν κόρει», Εύπ.).
Dictionary of Greek. 2013.